μετεώρου

μετεώρου
μετέωρος
raised from off the ground
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Minuscule 479 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 479 Text New Testament (except Rev.) Date 13th century Script Greek …   Wikipedia

  • CERDYLIUM — Argiliorum locus, non procul distaub ab Amphipoli. Thucyd. l. 5. Ε῎ςτι δὲ χωρίον τοῦτο Λ᾿ργιλίων, ἐπὶ μετεώρου, πέραν τȏυ ποταμοῦ, οὐ πολὺ ἀπέχον τῆς Α᾿μφιπόλεως …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… …   Dictionary of Greek

  • δοκίδα — η (AM δοκίς) [δοκός] μικρό δοκάρι νεοελλ. 1. γυμναστικό όργανο για αναρρίχηση 2. οριζόντιο ξύλινο κομμάτι που αποτελεί μέρος τού πλαισίου μιας ξύλινης κατασκευής ή υποστήριγμα σανιδώματος ή πλακόστρωτου 3. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, κάθετο προς …   Dictionary of Greek

  • δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρικός — ή, ό [μετέωρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μετέωρο ή προέρχεται από μετέωρο («μετεωρικός κρατήρας» κρατήρας που σχηματίζεται από την πτώση μεγάλου μετεωρίτη) 2. αυτός που έχει τον εφήμερο χαρακτήρα μετεώρου 3. φρ. α) «μετεωρικό νερό»… …   Dictionary of Greek

  • ολκός — (I) ὁλκός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έλκει, ελκτικός («μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῡ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.) 2. άπληστος, λαίμαργος 3. αυτός που σύρεται καταγής 4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά δυνατά» 5. (η αιτ. τού ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • σκοπευτήριο — το / σκοπευτήριον, ΝΜΑ νεοελλ. (αβλ. στρ.) περιφραγμένος χώρος, καλά προστατευμένος και κατάλληλα διαμορφωμένος για την εξάσκηση στη σκοποβολή και, ειδικότερα, για την εκτέλεση ασκήσεων βολής με φορητά όπλα σε διάφορους εικονικούς στόχους (α.… …   Dictionary of Greek

  • συρμός — ο, ΝΜΑ [σύρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σύρω, σύρσιμο, τράβηγμα, έλκυση νεοελλ. 1. σιδηροδρομική αμαξοστοιχία, τραίνο 2. ελαφρά και παροδική επιδημική νόσος 3. παροδική συνήθεια με την οποία καθορίζεται ο τρόπος ή η μορφή ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • τεινοδοκίδας — ὁ, Μ (για τον θεό) αυτός που εκτείνει τα μετέωρα που ονομάζονται δοκίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείνω + δοκίς, ίδος «είδος μετεώρου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”